- αναθεμελίωση
- ητο ξαναθεμέλιωμα: Η αναθεμελίωση του νέου ελληνικού κράτους ήταν δύσκολο έργο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αναθεμελίωση — η, 1. η εκ νέου θεμελίωση, ξαναθεμέλιωμα, ενίσχυση των θεμελίων οικοδομής 2. στήριξη απόψεως ή θεωρίας σε νέα θεμέλια, σε νέα επιχειρήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναθεμελιώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
αναθεμελιωτής — ο 1. αυτός που βάζει νέα θεμέλια, που κάνει αναθεμελίωση 2. αυτός που στηρίζει μια άποψη ή θεωρία σε νέα, λογικότερα επιχειρήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναθεμελιώνω. Η λ. πρωτοχρησιμοποιήθηκε από τον ιστοριογράφο Παναγιώτη Χιώτη] … Dictionary of Greek
αναθεμελιωτικός — ή, ό [αναθεμελιωτης] ο σχετικός με την αναθεμελίωση, αυτός που συντελεί σ αυτήν … Dictionary of Greek
αναθεμελιώνω — 1. θεμελιώνω εκ νέου, ξαναθεμελιώνω 2. στηρίζω μια άποψη ή θεωρία σε νέα θεμέλια, βρίσκω νέα ακλόνητα επιχειρήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + θεμελιώνω. ΠΑΡ. αναθεμελίωση, αναθεμελιωτής] … Dictionary of Greek
αναθεμελιωτικός — ή, ό αυτός που σχετίζεται με την αναθεμελίωση: Η προσπάθεια του Α ήταν αναθεμελιωτική για την ελληνική Eκκλησία, αλλά δυστυχώς υπονομεύτηκε από τους εχθρούς του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)